Γκρι
English, gray, σε αυτό το πλαίσιο μικρό.
Το gray- χρησιμοποιείται ως πρόθεμα κυρίως για την Α_σεξουαλικότητα (gray-sexual ή gray-asexual), αλλά και για τον Α_ρομαντισμό και για τις ταυτότητες φύλου. Σημαίνει την γκρίζα περιοχή ή το φάσμα. Η γκρίζα ασεξουαλικότητα σημαίνει, για παράδειγμα, ότι ένα άτομο νιώθει λίγη σεξουαλική έλξη, ότι η σεξουαλική έλξη είναι σπάνια ή ότι ένα άτομο δεν είναι σίγουρο αν νιώθει σεξουαλική έλξη.
Γκρίζα(α)σεξουαλική: το να βρίσκεται κανείς στην γκρίζα ζώνη μεταξύ αλλοφυλόφιλου και ασεξουαλικού.

Εικόνες

Δυστυχώς, δεν έχουμε ακόμη εικόνες για αυτόν τον όρο που επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουμε. Εάν έχετε μία ή περισσότερες εικόνες για αυτή τη σελίδα, παρακαλούμε ενημερώστε μας εδώ. Σας ευχαριστούμε πολύ.


Δευ, 11.08.2025 / 22:33 Часовник
https://www.bdsm-sex-dictionary.com/glossar-detail.grc.php?id=254

DE: Grau
ARA: الرمادي
BGR: Сив
CHN: 灰色
DNK: Grå
EN: Grey
EST: Hall
FIN: Harmaa
FR: Gris
GRC: Γκρι
IDN: Abu-abu
IT: Grigio
JPN: グレー
KOR: 회색
LVA: Pelēks
LTU: Pilka |
NL: Grijs
NOR: Grå
PL: Szary
PRT: Cinzento
BRA: Cinza
ROU: Gri
RUS: Серый
SWE: Grå
SVK: Šedá
SVN: Siva
ES: Gris
CZE: Grey
TUR: Gri
UKR: Сірий
HUN: Szürke |
DE
ARA
BGR
CHN
DNK
EN
EST
FIN
FR
GRC
IDN
IT
JPN
KOR
LVA
LTU |
NL
NOR
PL
PRT
BRA
ROU
RUS
SWE
SVK
SVN
ES
CZE
TUR
UKR
HUN• DeepL |

